- κεράμβηλον
- κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ)1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο2. είδος σκαθαριού που τό έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπαςἔνιοι τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας με διπλό εκφραστικό επίθημα -αμβ-ηλο-ν. Βλ. καιράμβυξ].
Dictionary of Greek. 2013.